- καταξοδιάζω
- βλ. καταξοδεύω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταξοδιάζω — βλ. καταξοδεύω … Dictionary of Greek
καταξοδεύω — και καταξοδιάζω 1. (ενεργ. και μεσ.) κάνω υπερβολικές δαπάνες, ξοδεύω αφειδώς, σπαταλώ («καταξοδεύει την περιουσία του στα ταξίδια») 2. βάζω κάποιον σε πολλά έξοδα («μέ καταξόδεψε με τις απαιτήσεις του αυτό το παιδί») … Dictionary of Greek
καταξοδεύω — και καταξοδιάζω καταξόδεψα και καταξόδιασα, καταξοδεύτηκα και καταξοδιάστηκα, καταξοδεμένος και καταξοδιασμένος, ξοδεύω πολλά, σπαταλώ: Καταξόδεψε την περιουσία του στις διασκεδάσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)